- αζηχής
- ἀζηχής, -ές (Α)1. ακατάπαυστος, αδιάκοπος, συνεχής2. υπερβολικός3. τραχύς, σκληρός4. (το ουδέτερο ως επίρρημα) τὸ ἀζηχέςδιαρκώς, συνεχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀζαεχὴς < ἀ- αθροιστικό + δια-εχὴς (< ἔχωπρβλ. συνεχής), με τροπή τού φωνητικού συμπλέγματος δι (δψ) σε ζο τ. απαντά συνήθως στα ομηρικά έπη].
Dictionary of Greek. 2013.